- πανομοιότυπο(ν)
- το факсимиле, точная копия
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Ιράκ — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία του Ιράκ Έκταση: 437.072 τ. χλμ. Πληθυσμός: 24.001.816 (2002) Πρωτεύουσα: Βαγδάτη (4.478.000 κάτ. το 1995)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με την Τουρκία, στα Δ με τη Συρία και την… … Dictionary of Greek
Σούνιο — I Τοποθεσία της Αττικής στο νοτιότατο άκρο της, όπου βρίσκεται και το ομώνυμο ακρωτήριο. Στην αρχαιότητα το Σ. ήταν ένας από τους αττικούς δήμους, που αποτελούσαν την πόλη των Αθηνών. Στο Σ. υπήρχαν επίσης δύο ιερά, ένα του Ποσειδώνα, του οποίου… … Dictionary of Greek
έκμαγμα — το (AM ἔκμαγμα) το πανομοιότυπο αποτύπωμα μορφής ή σχήματος πάνω σε μαλακή ύλη αρχ. αποτύπωμα πάνω σε κερί … Dictionary of Greek
αντίτυπο — το (AM ἀντίτυπος, ον) [τύπος] νεοελλ. πανομοιότυπο αντίγραφο εντύπου αρχ. μσν. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τά αντίτυπα τα τίμια δώρα στο μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας αρχ. 1. αυτός που απωθείται, που αποκρούεται από σκληρό σώμα 2. φρ. (για το σφυρί… … Dictionary of Greek
αντιγράφω — (AM ἀντιγράφω) νεοελλ. 1. γράφω κείμενο όμοιο με άλλο ή το κείμενο άλλου, ξεσηκώνω 2. κάνω πανομοιότυπο ενός έργου τέχνης 3. μτφ. α) εμφανίζω ως δικά μου κείμενα που γράφει ή έχει γράψει άλλος, είμαι λογοκλόπος β) μιμούμαι. αρχ. 1. γράφω εναντίον … Dictionary of Greek
αντικλείδι — το (Α ἀντίκλεις, είδος, η) πανομοιότυπο κλειδιού για δόλια χρήση νεοελλ. 1. κλειδί με το οποίο ανοίγονται παρεμφερείς κλειδαριές 2. πλάγιο, δόλιο μέσο για να πετύχει κανείς κάτι … Dictionary of Greek
απομίμηση — η (AM ἀπομίμησις) τέλεια μίμηση νεοελλ. 1. αντιγραφή πρωτοτύπου, κατασκευή ομοιώματος 2. παραποίηση με σκοπό την εξαπάτηση, πλαστογραφία, παραχάραξη 3. συνεκδ. αντίγραφο, πανομοιότυπο … Dictionary of Greek
αφίδρυμα — ἀφίδρυμα, το (Α) [αφιδρύομαι]. 1. αφιέρωμα, εικόνα ή άγαλμα θεού 2. ιερό, τέμενος 3. αντίγραφο ιερού αγάλματος ή πανομοιότυπο ναού … Dictionary of Greek
εκμαγείο — Κατασκεύασμα από εύπλαστο υλικό που στερεοποιείται, αφού πρώτα αποτυπωθεί πάνω σε αυτό η μορφή ενός στερεού σώματος· χρησιμοποιείται για την παρασκευή πιστού αντιτύπου ή αντιτύπων του σώματος αυτού. Λέγεται επίσης και μήτρα, τύποςκαλούπι. Η λέξη… … Dictionary of Greek
κοπιάρω — 1. παρασκευάζω πανομοιότυπο ενός κειμένου ή ενός έργου, αντιγράφω 2. μιμούμαι, ακολουθώ κατά γράμμα, αντιγράφω πιστά κάποιον ή κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. copier] … Dictionary of Greek
κόπια — (I) η (Μ κόπια) πανομοιότυπο εγγράφου, εντύπου ή ζωγραφικού έργου, αντίτυπο, αντίγραφο νεοελλ. 1. το αντιγραφικό πιεστήριο, το μηχάνημα που βγάζει αντίγραφα 2. καθετί που απομιμείται κάτι 3. εμπορικό βιβλίο που περιέχει αντίγραφα επιστολών.… … Dictionary of Greek